- αμφιφάων
- ἀμφιφάων, -ουσα, -ον και ἀμφιφῶν -ῶντος ο (Α)1. λαμπρός ολοφάνερος2. είδος γλυκίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + φάων, μτχ. αορ. τού ελλειπτ. ρ. *φάον (πρβλ. Εὐρυ- φάων). Η μτχ. ως β΄ συνθετ. απαντά και σε συνηρημένη μορφή στα γνωστά κυρία ονόματα Ξενο-φῶν (< *Ξενο-φάων), Ἀντιφῶν κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.